- φοινικοπτέρυξ
- -υγος, ὁ, ἡ, Α(για πτηνό) αυτός που έχει κόκκινες φτερούγες.[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + -πτέρυξ (< πτέρυξ, -υγος), πρβλ. μελανο-πτέρυξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοινικοπτέρυγα — φοινικόπτερυξ red winged masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)